-
1 Όποιος πίνει βερεσέ, δυο φορές μεθάει
• Кто пьет в долг, тот дважды пьянеетИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος πίνει βερεσέ, δυο φορές μεθάει
-
2 δυό
δύο αριθ. ΰκλ.1) два;δυό φορές — дважды;
στούς δυό τρίτος δεν χωρά — третий лишний;
τό παιδί περπατάει στα δυό — ребёнку идёт второй год;
2):κάθε δυό ώρες каждые два часа; δυό-δυό по-два;στα δυό — пополам, надвое;
γιά δυό — за двоих;
καί οι δυό — оба;
καί οι δυό μας — мы оба;
καί οι δυό τους — они оба;
ένα από τα δυό — одно из двух;
3) (τό) второй номер, двойка (тж. в картах) -
3 φορά
η1) раз;αότή τη φορά — на этот раз;
άλλη φορά — в другой (в следующий) раз;
δεύτερη φορά — вторично;
εκείνη τη φορά — в тот раз;
κάθε φορά — всякий раз;
μιά φορά — однажды, один раз;
δυό φορές — дважды;
άλλη μιά φορά — ещё раз;
μιά φορά γιά πάντα — раз и навсегда;
πόσες φορές; — сколько раз?;
εκατό φορές — сто раз;
πολλές φορές — много раз;
λίγες φορές — редко;
μερικές φορές — иногда, изредка;
καμμιά φορά — а) порой, иногда; — б) никогда;
τίς περισσότερες φορές — большей частью, чаще всего;
2) стремительность, быстрое движение;επιπίπτω μετά μεγάλης φορας — налететь стремительно; — обрушиться с большой силой;
3) разбег;άλμα μετά (άνευ) φορας — прыжок с разбега (без разбега);
4) направление;φορά του ανέμου (τού βλήματος) — направление ветра (полёта снаряда);
κατ' αντίθετον φορν — в обратном направлении;
5) движение, ход;η φορά των πραγμάτων — ход вещей; — развитие событий;
§ μιά φορά κι' εναν καιρό... — когда-то давным-давно...;
ΰντρας μιά φορά — а) ирон. вот так мужчина!, мужчина, нечего сказать!; — ну какой он мужчина!; — б) вот это мужчина!;
φορά σου και φορ μου — ну, погоди!, я тебе отплачу!;
είναι μιά φορ! — вот это да!
-
4 συνέρχομαι
(αόρ. συνήλθα и συνήλθον)1) собираться; сходиться;συνέρχομαι δυό φορές τον μήνα — собираться два раза в месяц;
συνήλθεν η βουλή собрался парламент;2) прийти в себя,-оправиться; опомниться; δεν συνήλθε ακόμα από την λαχτάρα πού πέρασε он ещё не опомнился от испуга;§ συνέρχομαι εις γάμον — жениться
-
5 χρόνος
ο1) время;χρόνος βραχύς (μακρός) — короткое (долгое) время;
πολύς χρόνος — а) много времени; — б) давно;
από πολλού χρόνου — с давних пор, давно;
2) год;διάστημα ενός χρόνου — годичный срок;
κάθε χρόνο — каждый год; — год за годом;
τον ιδιο χρόνο — в том же году;
μέσα στο χρόνο — в течение года;
ένα χρόνο περίπου — около года;
ένα χρόνο πρίν... — за год до...;
μέσα σ' ένα χρόνο — за год, в течение года;
μετά από ένα χρόν — через год, год спустя;
δυό φορές το χρόνος — два раза в год;
3) πλ. эпоха, период, времена;αρχαίοι χρόνοι — древние времена;
νέοι χρόνοι — новые времена;
4) муз. такт;κρατώ τον χρόνο — выдерживать такт;
5) грам, время;χρόνοι τού ρήματος — времена глагола;
6) долгота (слога);πρώτος χρόνος — краткий слог;
§ тоб χρόνου — в будущем году;
καί τού χρόνου! — чтобы и в будущем году всё было хорошо!;
από χρόνου — с будущего года;
προ χρόνων — очень давно, много лет назад;
χρόνο με το χρόνο — из года в год;
απάνω στο χρόνο — исполнился год, как...;
καλό χρόνο ναχεις! — будь счастлив!;
κακό χρόνο νδχεις! — чтоб тебе пусто было!;
ο χρόνος να μη σ' ευρη! — чтоб тебе и года не прожить!;
μάς αφησε χρόνους — он приказал долго жить;
καθ' όν χρόνον — в то время как, когда;
συν τω χρόνω — или προϊόντος τού χρόνου — со временем, с течением времени
-
6 Αύγουστος
– Αύγουστε καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές το χρόνο– Αύγουστος άβροχος, μούτσος αμέτρητος– Κάθε πράγμα στον καιρό του, κι ο κολιός τον Αύγουστο– Μακάρι σαν τον Αύγουστο να 'ταν οι μήνες όλοι– Ο Αύγουστος επάτησε, η άκρα του χειμώνα– Τον Αύγουστο τον χαίρονται οπ' έχουν να τρυγήσουνΕλληνικές παροιμίες - οιωνοί – Греческие пословицы - приметыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αύγουστος
См. также в других словарях:
δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek